περιφερεῖ

περιφερεῖ
περιφερής
revolving
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic)
περιφερής
revolving
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιφέρει — περιφέρω carry round pres ind mp 2nd sg περιφέρω carry round pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • Adagia — Erasmus von Rotterdam Die Adagia (lateinisch: Collectanea adagiorum) sind eine Sammlung und Kommentierung antiker Sprichworte, Redewendungen und Redensarten des Humanisten Erasmus von Rotterdam. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • OMEN — pro quolibet auspicio augurioque: tibullus l. 3. El. 3. Aves dant Omina dira. C. Petronius Satyr. Fortior Ominibus movit Mavortia signa Caesar. I. e. auguriis. Sueton. Nerone c. 46. Terrebatur evidentibus portentis somniorum et auspiciorum et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δειγματοφόρος — ο υπάλληλος εμπόρου ή παραγγελιοδόχου ο όποιος περιφέρει δείγματα εμπορευμάτων και τα δείχνει στους αγοραστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα ( ατος) + φορος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • δισκοφόρος — ο (AM δισκοφόρος, ον) αυτός που κρατά ή περιφέρει δίσκο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δισκοφόρα 1. οι δισκομέδουσες 2. βδελλοειδείς δακτυλιοσκώληκες 3. οποιοδήποτε ζώο έχει δισκοειδείς σικύες, βεντούζες για να προσκολλάται σε δέντρα, βράχους …   Dictionary of Greek

  • εύιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θεστίου και της Ευρυθέμιδας από την Αιτωλία. Πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου. Σκοτώθηκε από τον Μελέαγρο. 2. Βασιλιάς του Άργους. Την ασπίδα του είχε δικαίωμα να περιφέρει κάθε πολίτης, ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • περιάκτης — ο άτομο που περιφέρει διάφορα εμπορεύματα για πώληση, πλανόδιος έμπορος ή πωλητής που εργάζεται για άλλον έμπορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιάγω. Η λ. στον πληθ. περιάκται μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • πομπείον — Κτίριο της αρχαίας Αθήνας, όπου φύλαγαν σκεύη και όργανα που χρησιμοποιούσαν για την τέλεση πομπών και θρησκευτικών παρελάσεων. Βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της Ιεράς Οδού, κοντά στο Δίπυλο. Το κτίριο ήταν διακοσμημένο με ζωγραφικούς πίνακες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”